σκεπαρνόπους

σκεπαρνόπους
-οδος, ο, η, Ν
ιατρ. παλαιότερος όρος για τον πάσχοντα από πτερνοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + πούς, ποδός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκεπαρνοποδία — η, Ν [σκεπαρνόπους] ιατρ. παλαιότερος όρος για την πτερνοποδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”